- ρυμουλκία
- η, Νη ρυμούλκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελκυσμός — ο (AM ἑλκυσμός) νεοελλ. 1. η απαραίτητη ελκτική δύναμη για να κινηθεί ένα όχημα, ρυμούλκια 2. η ροή τών αερίων καύσης μέσα από καπνοδόχο αρχ. μσν. 1. έλξη, τράβηγμα 2. απαγωγή … Dictionary of Greek
ρυμουλκιαδόρος — και ρεμουλκιαδόρος, ο, Ν πλοίο ρυμουλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκία + δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
ρυμούλκηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού ρυμουλκώ, τράβηγμα οχήματος είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα από ένα άλλο που έχει κινητήρια δύναμη, ρυμουλκία 2. φρ. «ρυμούλκηση πλοίου» (ναυτ. δίκ.) η έλξη πλοίου ή άλλου πλωτού ναυπηγήματος λόγω αδυναμίας αυτοδύναμης… … Dictionary of Greek